συμμεταφερω

συμμεταφερω
    συμμεταφέρω
    συμ-μεταφέρω
    одновременно переносить, т.е. уносить, увлекать
    

(τί τινι Plut.)

    ἑλκόμενος ὑπό τινος καὴ συμμεταφερόμενος Plut. — увлекаемый кем-л. и всюду за ним следующий


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συμμεταφερω" в других словарях:

  • συμμεταφέρω — Α [μεταφέρω] μεταφέρω μαζί ή συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»